- στωικεύομαι
- στωϊκεύομαι ΝΑ [στωϊκός]νεοελλ.είμαι ή προσπαθώ να είμαι απαθήςαρχ.παριστάνω τον στωικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐστωικεύετο — στωικεύομαι play the Stoic imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)